- οκτάπλευρος
- η , ο [ος , ον ] восьмисторонний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οκτάπλευρος — οκτάπλευρος, η, ο και οχτάπλευρος, η, ο 1. αυτός που έχει οχτώ πλευρές. 2. ως ουσ., οκτάπλευρο, το και οχτάπλευρο, το γεωμετρικό σχήμα με οχτώ πλευρές: Να βρεθεί το εμβαδό του οχτάπλευρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οκτάπλευρος — και οχτάπλευρος, η, ο (Μ ὀκτάπλευρος, ον) αυτός που έχει οκτώ πλευρές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οκτάπλευρο γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ πλευρές οι οποίες κείνται στο ίδιο επίπεδο, το οκτάγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πλευρος (<… … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
οχτάπλευρος — η, ο βλ. οκτάπλευρος … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek